- ἀδιανόητος
- ἀ-δια-νόητος, unbegreiflich, undenkbar; Adv. unbesonnen, unüberlegt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιανόητος — unintelligible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αδιανόητος — η, ο ακατανόητος: Βρίσκει αδιανόητο να στερηθεί την απόλαυση που του προσφέρει το διάβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιανοητότερον — ἀδιανόητος unintelligible adverbial comp ἀδιανόητος unintelligible masc acc comp sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτως — ἀδιανόητος unintelligible adverbial ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανόητον — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτοις — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτου — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτους — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτων — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανόητα — ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)